- τετελειωμένως
- Αεπίρρ. πλήρως, τελείως.[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παρακμ. τετελειωμένος τού τελειῶ «πληρώ, τελειώνω» + επιρρμ. κατάλ. -ως].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τετελειωμένως — τελειόω make perfect perf part mp masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)